- χειρόσπασμος
- ο1) судорога руки; 2) мед. писчий спазм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειρόσπασμος — ο, Ν 1. σπασμός τών χεριών 2. σπασμός στη γραφή, ανωμαλία στο γράψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σπασμός] … Dictionary of Greek